- ζήτωρ
- ζήτωρ, ὁ (Α)ο ζητητής.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζητόρων — ζήτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητήτωρ — και ζήτωρ, ὁ (Α) [ζητώ] ο ζητητής* … Dictionary of Greek
ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… … Dictionary of Greek